
Στις παρυφές του ορούς Κάκαβος δίπλα στην θάλασσα και στην αρχή της χερσονήσου του Άθω βρίσκεται η έδρα του Δήμου Αριστοτέλη, η Ιερισσός, μία σύγχρονή πόλη που διαθέτει μία μακραίωνη ιστορία και ένα μοναδικό λαϊκό παραδοσιακό πολιτισμό. Από τον προϊστορικό οικισμό της “Ακτής του Δράκοντος” και την αρχαία “Άκανθο” ως την μεσαιωνική “Ερισό” και την σύγχρονη “Ιερισσό” αποτέλεσε το διαχρονικό, οικονομικό, πολιτιστικό και πολιτικό κέντρο της βορειοανατολικής Χαλκιδικής.
“Ακτή του Δράκοντος”
Η αρχαιολογική έρευνα της προϊστορικής Χαλκιδικής έφερε στο φως μία σειρά οικισμών που χρονολογούνται από την νεολιθική ως και την ύστερη εποχή του σιδήρου. Ειδικά για την εποχή του σιδηρού (1050π.Χ.-670π.Χ.) φαίνεται πως στην Χαλκιδική υπήρχε ένα πυκνό δίκτυο οικισμών, εκ των οποίων οι σημαντικότεροι, από πολιτικής και οικονομικής άποψης, ήταν τειχισμένοι. Οι κάτοικοι των οικισμών αυτών ανήκαν εθνοφυλετικά στους αυτόχθονες λαούς της ευρύτερης περιοχής της “Θράκης”. Ένας τέτοιος οχυρωμένος προϊστορικός οικισμός υπήρχε και στην Ιερισσό, όπως μαρτυρούν οι αρχαίες φιλολογικές πηγές (Πλούταρχου “ΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ”) και απέδειξε η αρχαιολογική έρευνά, η σκαπάνη της οποίας έφερε στο φως το προελληνικό νεκροταφείο και ερείπια κτιρίων στον χώρο της αρχαίας πόλης. Αυτή η σημαντική Θρακική πόλη, κατά τον 7ο π. Χ. αιώνα αποτέλεσε το μήλο της έριδος μεταξύ των Ελλήνων αποίκων της Χαλκίδας και της Άνδρου. Η επικράτηση των δεύτερων τους άνοιξε το δρόμο για τον αποικισμό της εύφορης ενδοχώρας και των παραλίων του Στρυμωνικού κόλπου, σαφής απόδειξη του ηγεμονικού ρόλου που κατείχε η προ αποικιακή πόλη στην ευρύτερη περιοχή.
“Άκανθος”
Η ελληνική αποικία πού ιδρύθηκε μετά την φιλονικία των αποίκων ονομάστηκε Άκανθος. Χτισμένη πάνω στον επικοινωνιακό άξονα που συνέδεε τις ελληνικές αποικίες της Θράκης με τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα της νοτίου Ελλάδος πολύ σύντομα μετεξελίχθηκε σε μία ανεξάρτητη και ακμάζουσα πόλη. Η οικονομική της ανάπτυξη βασίστηκε κυρίως στο διαμετακομιστικό εμπόριο, την εκμετάλλευση των πλούσιων φυσικών πόρων της περιοχής και της παραγωγής του περίφημου “Ακάνθιου οίνου”. Η ακμή που γνώρισε αντικατοπτρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο στις κοπές των μοναδικών αργυρών νομισμάτων της. Στο ιστορικό προσκήνιο η Άκανθος θα εμφανιστεί με τους Μηδικούς πολέμους. Αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους ναύσταθμους του περσικού στόλου στο Αιγαίο και τόπος παραμονής για την περσική αριστοκρατία, με αποκορύφωμα την διαμονή του βασιλέα Ξέρξη. Το τέλος των Μηδικών πολέμων θα την βρει ενταγμένη στην Δηλιακή συμμαχία υπό την ηγεμονία της Αθήνας. Το 423 π. Χ. Θα προσχωρήσει στην συμμαχία της Σπάρτης, με την οποία θα εκστρατεύσει νικηφόρα στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης υπό τις διαταγές του στρατηγού Βρασίδα. Η ειρήνη του Νικία θα την επαναφέρει στην Αθηναϊκή επιρροή. Το τέλος της Κλασικής περιόδου η Άκανθος θα αντιταχθεί, από κοινού με την Αμφίπολη, στις ηγεμονικές βλέψεις της Ολύνθου και του “κοινού των επί Θράκης Χαλκιδαίων”. Το 348 π. Χ. ο Φίλλιπος Β΄ της Μακεδονίας θα την εντάξει αλώβητη στο βασίλειό του. Οι πολιτικές επιλογές της Ακάνθου καθ’ όλη την Κλασική περίοδο βλέπουμε να συμπαρασύρουν το σύνολο των πόλεων της βορειοανατολικής Χαλκιδικής αποδεικνύοντας τον βαρύνον πολιτικό ρόλο που έπαιζε για την ευρύτερη περιοχή.
Ως αναπόσπαστο τμήμα του βασιλείου της Μακεδονίας η πόλη θα συμμετάσχει στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου και κατά την βασιλεία του Κάσσανδρου θα συνοικιστεί με την Ουρανούπολη. Το 168 π. Χ. οι Ρωμαίοι αφού πρώτα την λεηλάτησαν την συμπεριέλαβαν στην ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας στην “μερίδα” της Θεσσαλονίκης. Η Ρωμαϊκή κατάκτηση είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της Ακάνθου. Διαθέτοντας ένα σημαντικό εμπορικό λιμάνι και μία πλούσια ενδοχώρα, που περιλάμβανε όλη την βορειοανατολική Χαλκιδική, αποτέλεσε πόλο έξης για τους Ρωμαίους εμπόρους (nogotiatores) που θα εγκατασταθούν σε αυτήν. Στην ακμάζουσα και πολυεθνική ρωμαϊκή Άκανθο, ήδη από την αποστολική περίοδο, θα πέσει ο σπόρος του Χριστιανισμού. Οι έντονες διενέξεις μεταξύ των οπαδών την νέας πίστης και των εθνικών ειδωλολατρών θα διχάσουν την αυτοκρατορία για μία περίοδο τριών αιώνων, κατά την οποία στην περιοχή θα ανυψωθεί από το πνευματικό ανάστημα του επισκόπου της Μακαρίου. Είναι σαφές ότι η ένταξη της Ακάνθου στης μεγάλες αρχαίες πολυεθνικές αυτοκρατορίες της έδωσε έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και την εδραίωσε ως το διαχρονικό πολιτικό κέντρο της βορειοανατολικής Χαλκιδικής.
“Κάστρο του Ερισού”
Την πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο η ευημερούσα Άκανθος θα δεχτεί τα οδυνηρά πλήγματα των βαρβαρικών επιδρομών, με αποκορύφωμα αυτής των Ούννων. Η εμφάνιση στην ευρύτερη περιοχή της ορεινής Χαλκιδικής του νέου εθνοφυλετικού στοιχείου των Σλάβων και οι πειρατικές επιδρομές των Σαρακηνών σημάδεψαν την περιοχή της Ακάνθου και συντέλεσαν καθοριστικά στην μετονομασία της σε ενορία Ερισού (το τοπωνύμιο Ερισός είναι εξελληνισμένη μορφή του λατινικού Ericius, το οποίο αποτελεί μεταφραστικό δάνειο στην λατινική του Άκανθος). Κατά την δυναστεία των Μακεδόνων αυτοκρατόρων 10ος αιώνας μ. Χ. η περιοχή θα αποτελέσει πεδίο συμπλοκών μεταξύ της αυτοκρατορίας και του βουλγαρικού βασιλείου του Συμεών. Την περίοδο αυτή μέσα από τα ερείπια της αρχαίας Ακάνθου θα αναδειχθεί το θεόσωστο Κάστρο του Ερισού, ένα σημαντικό αστικό κέντρο με έντονη οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα. Μία πόλη-κάστρο που αποτέλεσε το οικονομικό, διοικητικό και πνευματικό κέντρο της βορειοανατολικής Χαλκιδικής, έδρα αξιωματούχων του Θεματικού στρατού και του επισκόπου Ιερισσού. Τον 13ο αιώνα το Κάστρο Ιερισσού εντάχθηκε στο φραγκικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης ως το 1246 όταν θα επιστρέψει στην Βυζαντινή αυτοκρατορία των Παλαιολόγων. Την περίοδο αυτήν αποτέλεσε την έδρα του κεφαλατεβοντός του Κατεπανικίου Ιερισσού- Άκρους. Κατά τους ταραγμένους 14ο και 15ο αιώνες το κάστρο θα γνωρίσει συνεχείς κατακτήσεις και λεηλασίες από Καταλανούς, Σέρβους και Τούρκους ως το 1425 όταν οι Βενετικοί θα το πυρπολήσουν. Το 1430 η Ιερισσός θα ενσωματωθεί στην οθωμανική Αυτοκρατορία οριστικά.“Ιερισσός”
Την Οθωμανική περίοδο λόγω του αποκεντρωμένου αυτοδιοικητικού συστήματός της, που ευνοούσε το ρόλο τον μικρών κοινοτήτων και της δημιουργίας του κοινού των Μαντεμοχωρίων, ο διοικητικός και εκκλησιαστικός ρόλος της Ιερισσού περιορίζεται σημαντικά. Καθ’ όλη την περίοδο αυτήν οι μαχητικοί Ιερισσιώτες δεν έλειψαν από κανένα επαναστατικό προσκλητήριο του ελληνισμού. Το 1790 θα υποστηρίξουν τον Λάμπρο Κατσώνηκαι το 1821 θα πληρώσουν με βαρύ φόρο αίματος για την συμμετοχή τους στην επανάσταση του Εμμανουήλ Παπά. Το 1854 θα πάρουν μέρος στην εξέγερση του Τσάμη Καρατάσου και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα η “επιτροπή αμύνης Ιερισσού” θα αποτελέσει ένα από τα κυριότερα κέντρα ανεφοδιασμού του αγώνα. Ο πολυετής και πολύνεκρος αυτός αγώνας των κατοίκων της Ιερισσού θα ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο του 1912 όταν ο ελληνικός στόλος θα την απελευθερώσει μετά από 482 χρόνια Τουρκικής σκλαβιάς. Η μεταπελευθερωτική Ιερισσός από πληθυσμιακής και οικονομικής άποψης ήταν ένα από τα σημαντικότερα χωριά του νομού Χαλκιδικής, με περιορισμένο όμως διοικητικό ρόλο. Το 1924 θα δεχτεί στην ευρύτερη περιοχή της την εγκατάσταση Μικρασιατών προσφύγων με ευεργετικά οικονομικά και δημογραφικά αποτελέσματα. Το κομβικό γεγονός της σύγχρονης ιστορίας της αποτέλεσε ο καταστροφικός σεισμός του 1932 και η μεταφορά της στην παραθαλάσσια ζώνη. Το 1965 η μέχρι τότε κοινότητα θα αναβαθμισθεί σε δήμο και στις δύο αυτοδιοικητικές μεταρρυθμίσεις που θα ακολουθήσουν θα επιλεγεί ως η έδρα των δήμων Σταγείρων-Ακάνθου αρχικά και Αριστοτέλη στην συνέχεια, αναγνωρίζοντας τον σημαντικό ρόλο της για την πολιτική ενοποίηση της βορειοανατολικής Χαλκιδικής. Σήμερα είναι μία σύγχρονη πόλη με έντονη οικονομική και πολιτιστική ζωή με δραστήριους και μαχητικούς κατοίκους που ξέρουν να διεκδικούν και να υπερασπίζονται το συμφέρον του τόπου τους.Δημήτριος Χρυσούλης